- κρέμασμα
- τό1) вешание, развешивание; висение; 2) казнь через повешение;
§ είναι γιά κρέμασμα — или κρέμασμα θέλει — по нём верёвка плачет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ είναι γιά κρέμασμα — или κρέμασμα θέλει — по нём верёвка плачет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρέμασμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέμασμα — το (Μ κρέμασμαν) [κρεμώ] το να κρεμιέται κάτι από ψηλότερο σημείο, ανάρτηση, εξάρτηση, νεοελλ. 1. απαγχονισμός 2. (συν. σαρκαστικά) γάμος, παντρειά μσν. στήριγμα … Dictionary of Greek
κρέμασμα — το, ατος 1. ανάρτηση, στήριξη. 2. απαγχονισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξάρτηση — η (Α ἐξάρτησις) [εξαρτώ] το αποτέλεσμα τού εξαρτώ, η ανάρτηση, το κρέμασμα νεοελλ. 1. η υπαγωγή κάποιου στην εξουσία ή στη διάθεση άλλου ατόμου, συνόλου ή καταστάσεως («εξάρτηση από την κρατική οργάνωση») 2. λογική εξάρτηση, αλληλεξάρτηση 3.… … Dictionary of Greek
άρτησις — (I) ἄρτησις, η (Α) [αρτώ] η εξάρτηση, το κρέμασμα. (II) ἄρτησις, η (Α) [αρτέομαι] τα εξαρτήματα, ο εξοπλισμός … Dictionary of Greek
αγχόνη — η (Α ἀγχόνη) ικρίωμα με κινητό βρόχο (θηλιά), ο οποίος περνιέται από τον λαιμό τού καταδίκου και προξενεί τον πνιγμό του, αφού αφαιρεθεί βίαια το υποπόδιο, πάνω στο οποίο στέκεται νεοελλ. σκοινί, θηλιά, βρόχος απαγχονισμού αρχ. στραγγαλισμό με… … Dictionary of Greek
ανάληψη — I Κατά τη διδασκαλία της εκκλησίας, είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Ιησούς Χριστός, σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή του, «ανελήφθη εις τους ουρανούς» και έτσι επέστρεψε πάλι στους κόλπους του Ουράνιου Πατέρα Του με τη «θεωθείσα» και… … Dictionary of Greek
ανάρτηση — η (Α ἀνάρτησις) [αναρτώ] το να αναρτήσει, να στερεώσει ή να κρεμάσει κάποιος ψηλά κάτι αρχ. 1. τό κρέμασμα ως μέθοδος βασανισμού 2. η σταύρωση … Dictionary of Greek
ανακρέμαση — η 1. κρέμασμα από ψηλά, ανάρτηση 2. η εκ νέου ανάρτηση, ξανακρέμασμα 3. η πρόσδεση τών τελευταίων άκρων τού στημονιού κατά το τέλος τής ύφανσης σε ραβδί που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια* 4. συγκέντρωση νεφών… … Dictionary of Greek
ανακρέμασμα — το [ανακρεμώ] 1. κρέμασμα από ψηλά, ανάρτηση 2. απόκρημνος βράχος ή βυθός … Dictionary of Greek
αποκρεμώ — ( άω) (μέσ., αποκρεμιέμαι) (Α ἀποκρεμάννυμι, AM ἀποκρέμαμαι, Μ κ. ἀποκρεμῶμαι) Ι. κρεμώ κάτι, αφήνω κάτι να κρεμαστεί προς τα κάτω νεοελλ. 1. τελειώνω το κρέμασμα 2. ξεκρεμώ, κατεβάζω κάτι που ήταν κρεμασμένο αρχ. φρ. 1. «ἀποκρεμάννυμι ἰσχύν»… … Dictionary of Greek